- νιτρογόνος
- -ο, θηλ. και -α(χημ) αυτός που συμβάλλει στη νιτροποίηση («νιτρογόνα βακτήρια» — παλαιά ονομασία τών νιτροβακτηρίων).[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. nitrogene < νιτρ(ο)-* + γένος. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Βαρδαλάχο].
Dictionary of Greek. 2013.